Η απάντηση είναι καταφατική, μας αφορά αυτό που
συμβαίνει στην Αργεντινή, και μάλιστα πολύ. Μας αφορά γιατί η Αργεντινή
χρησιμοποιείται εδώ και αρκετά χρόνια ως παράδειγμα ανεξάρτητης
οικονομικής, νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής που αντέδρασε
στις μεθοδεύσεις των διεθνών αγορών και των ισχυρών καπιταλιστικών
κρατών και κατάφερε να αντιμετωπίσει και τελικά να βγει από την κρίση.
Τελευταία όμως και λόγω της
πρόσφατης συναλλαγματικής (και όχι μόνο) κρίσης η Αργεντινή
ξαναχρησιμοποιείται, από την αντίθετη πολιτική πλευρά, για να αποδειχθεί το
ανέφικτο της αντίδρασης στα κελεύσματα της διεθνούς οικονομικής τάξης να
παραδειγματίσει και να συμβουλέψει οικονομίες και πολιτικές, όπως αυτή της
Ελλάδας, να μην σκεφτούν την όποια αντίδραση ενάντια στο δημοσιονομικό
«ζουρλομανδύα» της λιτότητας. Το «μονοπάτι» για έξοδο από την κρίση είναι για
άλλη μια φορά μονόδρομος και η όποια εναλλακτική η ετερόδοξη ή αριστερή η απλά
κευνσιανή πρόταση αύξησης της ζήτησης δεν πρέπει να δοκιμαστεί γιατί πιθανά μας
οδηγήσει εκτός ευρώ και στην κατάσταση της Αργεντινής. Ας τα πάρουμε όμως τα
πράγματα ένα–ένα:
Νομισματική «ανεξαρτησία»
Η Αργεντινή πέτυχε όντως πολλά
πράγματα μετά την κρίση του 2001: Υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, 7% και πάνω, μεγάλη
μείωση της ανεργίας, από διψήφιο σε μονοψήφιο νούμερο, τριπλασιασμός των
εξαγωγών, ισχυρή άνοδος του χρηματιστηριακού δείκτη, εισαγωγή κεφαλαίων κλπ.
Όμως, λίγο πριν την πρόσφατη κρίση τα πράγματα είχαν διαφοροποιηθεί αρκετά.
Διαβάζουμε από τις διεθνείς σελίδες της εφημερίδας «Εποχή» τα εξής: «...η οικονομία
διένυε όντως ένα δύσκολο μονοπάτι που χαρακτηριζόταν από υψηλό
πληθωρισμό, πτώση των αποθεμάτων σε σκληρό νόμισμα, σταδιακή υποτίμηση
του νομίσματος και δημοσιονομικό έλλειμμα που εξυπηρετείτο με έκδοση
καινούργιου χρήματος. Ωστόσο, οι αριθμοί δεν ήταν καθόλου κακοί: το
δημόσιο και ιδιωτικό χρέος ήταν υπό έλεγχο, οι τράπεζες ήταν σταθερές,
οι τιμές των αγαθών προς εξαγωγή ήταν υψηλές. Επίσης, διεθνή κεφάλαια
ενδιαφέρονταν να αγοράσουν εταιρίες και το χρηματιστήριο είχε απογειωθεί.
Η κυβέρνηση προσπαθούσε να περάσει τις απαραίτητες δύσκολες αποφάσεις
στη διάδοχό της μετά τις επόμενες προεδρικές εκλογές σε δύο χρόνια.
Οι αντίπαλοί της δεν δέχτηκαν την επιλογή για μετάθεση των αποφάσεων
και απαιτούσαν άμεση υποτίμηση του νομίσματος, περιορισμό των
κοινωνικών παροχών -οι οποίες όντως γίνονται με τύπωση καινούργιου
χρήματος, με αποτέλεσμα να φουσκώνει ο πληθωρισμός- και μεγάλη
μείωση των μισθών. Η σύγκρουση περιορίστηκε στο ζήτημα των συναλλαγματικών
αποθεμάτων.
Η στρατηγική της κυβέρνησης για έλεγχο της αγοράς συναλλάγματος
κατέρρευσε. Οι αργεντινοί, απειλούμενοι από τον πολύ υψηλό πληθωρισμό
και φοβούμενοι την επερχόμενη μεγάλη υποτίμηση, τρέχουν να μετατρέψουν
με κάθε τρόπο τα πέσος σε δολάρια. Οι εξαγωγικές εταιρείες βγάζουν
τα κέρδη τους στο εξωτερικό. Τα αποθέματα λιγοστεύουν κάθε μέρα.
Καθώς η Αργεντινή δεν μπορεί να τυπώσει δολάρια είναι υποχρεωμένη
να διαθέτει συνάλλαγμα σε αρκετή ποσότητα για να κάνει τις απαραίτητες
εισαγωγές. Η κυβέρνηση στην αρχή της κρίσης δίστασε να προβεί σε στήριξη
του πέσος. Όταν, όμως, στην αρχή του χρόνου οξύνθηκε η κατάσταση αναγκάστηκε
να το κάνει για να μην καταρρεύσει εντελώς η ισοτιμία. Έτσι, όμως, τα
αποθέματα σε δολάρια λιγοστεύουν συνέχεια και η κυβέρνηση αναζητεί
με νέο δανεισμό απεγνωσμένα συνάλλαγμα...» (Εφημερίδα Εποχή, «Η
οικονομική κρίση επιστρέφει», 2.2.2014, Ομάδα Resistencias).
Το πολύ καλό κείμενο της ομάδας
Resistencias μας δείχνει με εύγλωττο τρόπο πως ακόμα και μια ανταγωνιστική
οικονομία στα μεγέθη της Αργεντινής είναι πολύ δύσκολο να κρατήσει την νομισματική
της ανεξαρτησία (νομισματική ανεξαρτησία σημαίνει ότι στο νόμισμα της χώρας
συγκεντρώνονται σημαντικοί βαθμοί ελευθερίας της γενικότερης οικονομικής
πολιτικής) στο σημερινό διεθνοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο
μακροπρόθεσμο διάστημα. Αλλά αυτά, μέσα από το ρεπορτάζ της καθημερινής
οικονομικής ζωής. Ας δούμε και λίγο τις πολιτικές και θεωρητικές εκδοχές του
αδύνατου της νομισματικής κυριαρχίας στο παρόν διεθνές πλαίσιο. Στην ουσία, μια
χώρα μπορεί να είναι νομισματικά, σχετικώς, ανεξάρτητη μόνο αν είναι πολύ μεγάλη χώρα και το
ποσοστό της παραγωγής της είναι σημαντικό μέσα στη παγκόσμια παραγωγή, και
παράγει την πλειονότητα των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών που κυκλοφορούν στις
διεθνείς αγορές (και κυρίως κεφαλαιουχικά αγαθά). Η Αργεντινή είναι μια μεγάλη εξαγωγική δύναμη
αλλά όχι τόσο μεγάλη που να την καθιστά και νομισματικά ανεξάρτητη.
Η υποτίμηση ως ο νομισματικός δρόμος προς την «ανταγωνιστικότητα» είναι
δυνατόν να καταλήξει αλλού
Η Αργεντινή ήταν μέχρι τώρα η
«αγαπημένη» χώρα των κεΰνσιανών και ορισμένων αριστερών οικονομολόγων, μιας και
αφού χρεοκόπησε το 2001, διέσπασε τη πρόσδεση του νομίσματός της στο δολάριο,
ανέλαβε με ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών και στις δημόσιες δαπάνες, και με
την ανασύνταξη του εξαγωγικού της τομέα, που εκμεταλλεύτηκε μια ευνοϊκή περίοδο
τιμών σε βασικά προϊόντα και πρώτες ύλες, να ανασυντάξει την οικονομία. Ας
δούμε όμως καταρχήν κάποια ζητήματα των πολιτικών νομισματικής ανεξαρτησίας και
υποτίμησης που ακολουθούν οι χώρες που στηρίζονται στον εξαγωγικό τομέα για να
ανακάμψουν.
Μια χώρα, για να «ανέβει» θέσεις
στην ανταγωνιστικότητα μέσω της υποτίμησης του νομίσματός της, είναι αναγκασμένη
να προβεί σε πληθωριστικές πολιτικές. Η υποτίμηση του νομίσματος είναι
πληθωριστική διότι επηρεάζει το κόστος (αυξάνεται λόγω ακριβότερων εισαγωγών)
των παραγόμενων προϊόντων, και όχι το μέγεθος της ζήτησης ή του εισοδήματος.
Όμως, η νομισματική υποτίμηση μπορεί να οδηγήσει και σε μείωση του παραγόμενου
προϊόντος. Η κυβέρνηση της χώρας, για να αποφύγει μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις,
θα προτιμήσει ένα μείγμα πολιτικής που υποτιμά μεν το νόμισμα, αλλά παράλληλα
αποφεύγει τα ελλείμματα και κυρίως μειώνει και τους μισθούς. Όσο οι μισθοί
ανθίστανται σε μειώσεις, τόσο θα πρέπει να δεχτείς υψηλότερο πληθωρισμό.
Νομίζουμε ότι αυτήν την μακροπρόθεσμη διάσταση της πολιτικής της νομισματικής
υποτίμησης έρχεται να πληρώσει σήμερα η Αργεντινή. Και νομισματική υποτίμηση,
και ένα είδος λιτότητας αρκετά σκληρής, και πληθωρισμός που «τρώει» τα
εισοδήματα.
Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, πως το ΔΝΤ
επιλέγει συχνά τη νομισματική υποτίμηση ως εργαλείο επιβολής της οικονομικής
ανασυγκρότησης χρεωμένων χωρών (μαζί βέβαια με άλλα μέσα). Μια νομισματικά
ανεξάρτητη χώρα, ακόμα και όταν έχει απομακρύνει το ΔΝΤ, εάν υπερχρησιμοποιήσει
το εργαλείο της νομισματικής υποτίμησης είναι δυνατόν να εφαρμόσει στον εαυτό
της ανάλογες πολιτικές με αυτές του ΔΝΤ. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως όταν το ΔΝΤ
ήρθε (το φέρανε) στην Ελλάδα ακολούθησε ακριβώς την ίδια πολιτική μείωσης του
κόστους, μόνο που επειδή δεν υπήρχε δυνατότητα νομισματικής υποτίμησης
αναγκαστικά ακολουθήθηκε ο δρόμος της εσωτερικής υποτίμησης.
Οι συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές της Αργεντινής στην παρούσα
περίοδο
Όμως, η πυροδότηση της σημερινής
κρίσης της Αργεντινής δεν προήλθε από ένα σοβαρό πρόβλημα ισοζυγίου πληρωμών.
Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (http://www.tradingeconomics.com/argentina/current-account-to-gdp)
βρίσκεται στο 0,4% (4% των εξαγωγών) του ΑΕΠ, όταν στην εποχή της κρίσης του
2001 είχε φτάσει και το 5% του ΑΕΠ (60% των εξαγωγών) της χώρας. Αν προσέξουμε
καλύτερα θα δούμε μια ολόκληρη προσπάθεια που έχει ξεκινήσει από τα τέλη του
2013 με σκοπό την έξοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές χρήματος. Η υποτίμηση
του νομίσματος κατά 20% ήταν από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης. Η έναρξη των
συνομιλιών στη «Λέσχη του Παρισιού» για την επανεξέταση του χρέους της
Αργεντινής που δεν έχει αποπληρωθεί από τον καιρό της κρίσης του 2001 (το 60%
του χρέους αυτού είναι σε τίτλους ευρωπαϊκών κρατών) ήταν και αυτή ενταγμένη
στην ίδια λογική επανεξόδου της χώρας στις χρηματαγορές. Θα λέγαμε πως η
σχετικά καλή επίδοση της χώρας στις εξαγωγές και η σημαντική βελτίωση της
«ανταγωνιστικότητας» της, δεν επαρκεί για να αποκαταστήσει την ομαλή πρόσβαση
στις κανονικές αγορές χρήματος και συναλλάγματος (γιατί μέχρι τώρα υπήρχε η
πρόσβαση στις «σκιώδεις» αγορές). Η συνέχεια αυτών των πολιτικών είναι η
επίδειξη «αξιόπιστου» οικονομικού μάνατζμεντ στα δημοσιονομικά, δηλαδή, ένα
άλλο όνομα των πολιτικών λιτότητας (πολιτικές που ικανοποιούν τις επιθυμίες των
αγορών χρήματος σύμφωνα με τον Walter Molano
των Financial Times).
Ο τερματισμός της Αμερικάνικης πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης και η
ανάπτυξη της Κίνας
Η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης
είναι γνωστό πως ωφέλησε, μέχρι τώρα, τις τιμές των κεφαλαίων και των τίτλων
του χρηματοπιστωτικού τομέα και όχι τις επενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο και την
ανασύνταξη της βιομηχανικής βάσης. Σε αυτό το παιχνίδι ευνοήθηκαν και οι τιμές
των βασικών πρώτων υλών και των τροφίμων, προϊόντων δηλαδή, που απαρτίζουν τον
εξαγωγικό τομέα των αναπτυσσόμενων οικονομιών.
Είναι σαφές πως με την αναστροφή
της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης, οι τιμές των εξαγώγιμων προϊόντων των
αναπτυσσόμενων χωρών γνώρισαν κάποιες διακυμάνσεις που επηρέασαν όμως
καθοριστικά τα ισοζύγια πληρωμών των χωρών αυτών και οδήγησαν τις αντίστοιχες
κυβερνήσεις σε πολιτικές υποτίμησης του νομίσματος για να αντιστρέψουν τα
διεθνή αρνητικά δεδομένα. Η χρηματοπιστωτική αναταραχή οδήγησε επίσης σε φυγή
κεφαλαίων προς πιο ασφαλή χρηματοπιστωτικά περιβάλλοντα και νομίσματα.
Η Κίνα, επίσης, και λόγω των
πολιτικών συγκράτησης της πιστωτικής επέκτασης του σκιώδους χρηματοπιστωτικού
της τομέα σε επενδύσεις στις υποδομές και στην κατοικία, προσπαθεί να περιορίσει
κάποια επίφοβα στοιχεία για την σταθερότητα του οικονομικού της συστήματος, με
τελικό αποτέλεσμα, τον περιορισμό των εισαγωγών της από τις αναδυόμενες
οικονομίες (http://thenextrecession.wordpress.com/2014/01/25/emerging-market-crisis).
Το αναπτυξιακό μοντέλο της Αργεντινής και η παγκόσμια οικονομία
Εκεί που κάνουν λάθος οι
«αριστεροί» υποστηρικτές της νομισματικής ανεξαρτησίας είναι πως αυτή δεν
υπάρχει, τουλάχιστον, στο βαθμό εκείνο που θα απαιτούσαν οι υψηλές προσδοκίες
για αυτοδύναμη ανάπτυξη. Ναι μεν η κοπή χρήματος εξυπηρέτησε στο βραχυπρόθεσμο
διάστημα κάποιες επεκτατικές πολιτικές αλλά στο μακροπρόθεσμο διάστημα η
Αργεντινή έπρεπε να βγει στις αγορές χρήματος για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες
της παραγωγικής της βάσης. Επιπρόσθετα, η υποτίμηση του νομίσματος ως μόνιμη
πολιτική ανταγωνιστικότητας καταλήγει στα ακριβώς αντίθετα αναπτυξιακά
αποτελέσματα αλλά και σε σοβαρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς. Αν η πολιτική
των νομισματικών υποτιμήσεων είχε αποτέλεσμα, τότε λογικά θα πρέπει να
περιμένουμε αποτελέσματα και από τις πολιτικές των «εσωτερικών» υποτιμήσεων,
οπότε η αντίσταση σε αυτές δεν έχει και τόσο νόημα. Τα πράγματα όμως δεν είναι
καθόλου έτσι.
Από την άλλη, ούτε οι δεξιοί
υποστηρικτές του δημοσιονομικού εξορθολογισμού και οι πολέμιοι του «λαϊκισμού»
έχουν δίκιο. Το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών (που δεν είναι τόσο οξύ) και το
πρόβλημα του νομίσματος (που δεν είναι το μόνο προβληματικό νόμισμα στην Λ.
Αμερική, η Βραζιλία έχει το ίδιο πρόβλημα αλλά δεν κατέληξε σε έντονες
κρισιακές καταστάσεις) δεν οφείλεται στα ανεξέλεγκτα δημοσιονομικά ελλείμματα
της λαϊκίστικης κυβέρνησης αλλά μάλλον στη λειτουργία των διεθνών χρηματαγορών
και στις ίδιες τις πολιτικές λιτότητας των μεγάλων δυτικών οικονομιών (Ευρώπη
και Αμερική μετά το tapering).
Το ουσιαστικό πρόβλημα της
Αργεντινής είναι το παραγωγικό της μοντέλο που είναι πλήρως εξωστρεφές. Η
εξωστρέφεια αυτή ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με την απομάκρυνση της χώρας από
τις διεθνείς αγορές χρήματος. Μια χώρα που βασίζεται στις εξαγωγές για τους
πολύτιμους συναλλαγματικούς πόρους είναι ευάλωτη ακόμα και σε μικρές
διακυμάνσεις τιμών και όγκων ζήτησης. Το πρόβλημα αυτό θέτει επί τάπητος το
ζήτημα του επαναπροσδιορισμού των αναπτυξιακών πολιτικών.
Τις δεκαετίες του ΄50 και ΄60 η
βασική εναλλακτική αναπτυξιακή πολιτική ήταν αυτή της υποκατάστασης των
εισαγωγών. Αυτή η πολιτική βοήθησε αρκετές χώρες να αλλάξουν το παραγωγικό τους
πρότυπο και να «πλασαριστούν» σε καλύτερες θέσεις στο διεθνή καταμερισμό
εργασίας. Η Ιαπωνία και η Ν. Κορέα είναι από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα
αυτών των πετυχημένων πολιτικών. Αργότερα, οι πολιτικές αυτές κατηγορήθηκαν ότι
δημιούργησαν μια κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και μεγάλη υπερχρέωση (κυρίως
στην Λατ. Αμερική). Όμως, πολύ περισσότερο έφταιγε η φιλελευθεροποίηση των
χρηματαγορών, μετά το Breton woods,
παρά οι παρεμβατικές αναπτυξιακές πολιτικές για την υπερχρέωση και την
υπερχρηματοδότηση κρατικοδίαιτων επιχειρηματικών τάξεων (δες και http://triplecrisis.com/is-import-substitution-still-possible).
Η ίδια ιστορία φαίνεται να
επαναλαμβάνεται και στην Ελλάδα. Η έξοδος της χώρας από τις χρηματαγορές «ανέδειξε»
την υπέρτατη αναγκαιότητα των εξαγώγιμων κλάδων. Το νέο ΕΣΠΑ διακηρύσσει ότι θα
ενισχύσει τους ανταγωνιστικούς και εξαγώγιμους κλάδους. Οι νέοι δημοσιονομικοί
προϋπολογισμοί δεν βασίζονται στην εσωτερική ζήτηση αλλά αναζητούν την
εξωτερική ζήτηση για τα εξαγώγιμα προϊόντα. Που θα βρεθεί όμως αυτή η εξωτερική
ζήτηση; Οι μεγάλες δυτικές οικονομίες εφαρμόζουν στον εαυτό τους πολιτικές
λιτότητας και οι αναδυόμενες οικονομίες πλήττονται από τις αποφάσεις των
δυτικών κυβερνήσεων και του αμερικάνικου tapering.
Ας δοκιμάσουμε να ξεχάσουμε
προσωρινά τον όγκο των εξαγωγών και των εισαγωγών και ας αναρωτηθούμε: Τι θα
βελτίωνε τη θέση της Αργεντινής αλλά και της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό
εργασίας; Μα η ανάπτυξη νέων προϊόντων και νέων «βιομηχανιών» και όχι ο
επηρεασμός του κόστους και των τιμών. Παλιά οι πολιτικές αυτές καλούνταν
πολιτικές υποκατάστασης εισαγωγών. Σήμερα μπορούμε να τις ονομάσουμε «νέες
βιομηχανικές πολιτικές» γιατί επιδιώκουν άλλο μείγμα παραγόμενου προϊόντος και
όχι τόσο την υποκατάσταση των εισαγωγών (η διάσταση της υποκατάστασης των
εισαγωγών είναι μερικό υποσύνολο της νέας αναπτυξιακής πολιτικής). Οι νέες
βιομηχανικές πολιτικές θέλουν νέες παραγωγικές σχέσεις, νέα γνώση, άλλη
πίστωση, και σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες. Άλλωστε, μακροπρόθεσμα πάντα,
εισάγουμε αυτό που δεν παράγουμε. Αυτό είναι το κυρίαρχο παραγωγικό πρόβλημα
ενώ οι τιμές ή το κόστος έρχονται δεύτερα ή τρίτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου