Γράφαμε πριν από ένα χρόνο: «Η προοπτική της αναγκαίας -για επιβιωτικούς, πλέον, της ελληνικής κοινωνίας λόγους- άμεσης πολιτικής ανατροπής, η προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς, όπως πολιτογραφείται από την άνοιξη κι έπειτα, είναι η προοπτική μιας τεράστιας πολιτικής και κοινωνικής σύγκρουσης. Το σύστημα, ελλαδικό και διεθνές θα αντιδράσει λυσσασμένα. Όποιος επενδύει σε λογικές ώριμου φρούτου ή φαντάζεται πως κυβέρνηση της Αριστεράς σημαίνει μια λιγότερο ή περισσότερο ομαλή εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου (;) προγράμματος είναι πολύ βαθειά νυχτωμένος. Και ακόμη πιο βαθειά νυχτωμένος είναι όποιος σχεδιάζει την κατάκτηση της ηγεμονίας στην κοινωνία με οδηγητική ιδέα την επέκταση της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ προς το ανυπόληπτο, όσο και ανύπαρκτο, «μεσαίο χώρο».
Αλλά, θα πει κάποιος, πώς, λοιπόν, το 30% θα γίνει 50 ή 60% για τις δυνάμεις της αριστεράς χωρίς μια τέτοια «κοινωνική διεύρυνση» και τις μετριοπάθειες, που απαιτεί; Πώς θα γίνει, αν δε νερώσουμε και λίγο τον αντισυστημισμό μας; Η απάντηση, ωστόσο, στις γενικές της γραμμές είναι αρκετά προφανής. Αν παίρνεις 30%, ενώ σε ψηφίζει το 40% των ανέργων ή των νέων και το 35% των εργατών και ιδιωτικών υπαλλήλων, ο πρώτος και κυριότερος στόχος είναι να συστρατευθεί μαζί σου το 80% των ανέργων και των νέων και το 70% των εργατών και των ιδιωτικών υπαλλήλων. Ο πρώτος στόχος, δηλαδή, είναι να επεκτείνεις την ταξική σου επιρροή ακριβώς σε εκείνες τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, για τις οποίες η αριστερά ιδρύθηκε και υπάρχει. Κι αυτό όχι μόνο δεν επιτάσσει τον υποτονισμό του καταστατικού ριζοσπαστισμού του χώρου μας, αλλά, ακριβώς αντίθετα, επιβάλλει την ενίσχυση του αντισυστημισμού και του αντικαπιταλισμού μας».
Έχει αλλάξει κάτι έκτοτε που θα μπορούσε να μεταβάλει την τοποθέτηση αυτή; Απαντούμε κατηγορηματικά όχι.
Το κακό είναι πως στο ενδιάμεσο η σχετική συζήτηση δεν έχει γίνει με τον τρόπο και στη διάσταση που θα έπρεπε. Με αποτέλεσμα συχνότατα να τοποθετούμαστε και να πράττουμε στο θέμα των συμμαχιών βάσει ενστίκτου και όχι μιας δομημένης και σαφούς λογικής.
Έτσι π.χ. η ρητορική και ο δημόσιος λόγος μας –διατασικά– αναδύει πολλές φορές ένα λαϊκομετωπικό προσανατολισμό, ο οποίος, κατά τη γνώμη μας, δεν συμβάλλει στην προσπάθεια να φέρουμε ξανά στην πολιτική και να εμπλέξουμε πρωταγωνιστικά ακριβώς εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται περισσότερο. Οι ιεραρχήσεις που εκφωνούνται πολύ συχνά επικαθορίζονται από την ατζέντα του αντιπάλου, με συνέπεια να είναι πολύ λιγότερο στοχευμένες κοινωνικά από ό,τι θα έπρεπε.
Με αυτόν τον τρόπο, στο επίδικο ζήτημα η συζήτηση ελάχιστα αφορά τις κοινωνικές συμμαχίες και τους όρους τους. Συνήθως αναλωνόμαστε να επαναλαμβάνουμε τη γνωστή διαμάχη περί των πολιτικά προτιμώμενων συμμάχων, η οποία είναι, ισχυριζόμαστε, πλέον ολοκληρωτικά αδιέξοδη, ιδιαίτερα όταν όλοι οι πολιτικοί χώροι ειναι σε κρίση και αποδόμηση και όπου κάθε πρόβλεψη για το μέλλον τους είναι επισφαλής.
Η άποψή μας δεν έχει μεταβληθεί από αυτήν που διατυπώναμε ένα χρόνο πριν και παρατίθεται στην αρχή του κειμένου. Που σημαίνει πως όλα θα κριθούν από τη δυνατότητά μας να πείσουμε τους άνεργους και τη μεγάλη πλειοψηφία της μισθωτής εργασίας, μαζί και ενδιάμεσους που φτωχοποιούνται με ραγδαίους ρυθμούς μέσα στην κρίση, πως το πρόγραμμά μας γι’ αυτούς πρωταρχικά υπάρχει. Όχι για τους νοικοκυραίους, των οποίων πλήττεται η ακόμη σημαντική, συχνά, ιδιοκτησία. Ούτε για κάποια «μεσαία στρώματα», που θεωρούν διαχρονικά πως η φοροαποφυγή συνιστά δικαίωμα. Ούτε για τμήματα μισθωτών πελατειακά «συνδικαλισμένων» εδώ και πολλές δεκαετίες.
Είναι προφανές πως σε αυτό το επίπεδο κρίνεται το κατεξοχήν στρατηγικό ερώτημα του «με ποιόν θα πας και ποιόν θα αφήσεις». Γιατί με όλους δεν γίνεται να είσαι. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν οι αντίπαλοί σου κοινωνικά είναι πολύ ευρύτερα στρώματα από τις περίφημες πια «200 οικογένειες».
Από αυτήν την άποψη, και αφού δηλώσουμε κατηγορηματικά πως κατανοούμε, και σε κάποιες περιπτώσεις συμμεριζόμαστε, τις επιφυλάξεις σχετικά με συγκεκριμένες επιλογές αναφορικά με τη «διεύρυνση» της αυτοδιοικητικής μας πολιτικής, δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε πως ένα τμήμα του κόμματος, που κάνει μεγάλη φασαρία σχετικά, στο δύσοσμο συνδικαλιστικό χώρο όχι μόνο δεν εμφανίζει ανάλογη ευαισθησία, αλλά εγκαθιδρύει προνομιακές σχέσεις με εξαιρετικά «ελεγχόμενες» περιπτώσεις όχι πασοκογενών, αλλά ανθρώπων που είναι ακόμη στο κόμμα του Βενιζέλου και σε κάθε περίπτωση αναπαράγουν ενα ξοφλημένο παράδειγμα (κακού) συνδικαλισμού για τους βολεμένους και τους ημετερους, ενα συνδικαλισμό για τους «εντός των τοιχών» - έναν συνδικαλισμό που αγνοεί και αδιαφορεί για τα πραγματικά προβλήματα της εργατικής τάξης. Αυτό όμως, κατά τη γνώμη μας, είναι περισσότερο επικίνδυνο από πιθανές άστοχες επιλογές μεμονωμένων προσώπων.
Υπάρχει, ωστόσο, και κάτι άλλο. Τις τελευταίες μέρες εκτυλίσσεται σε πολλές περιοχές μια σπέκουλα σχετικά με την κεντροαριστερή οδό της απωλείας, στην οποία μας οδηγεί η «ηγεσία». Πράγμα που δεν αντιστοιχεί σε τίποτε πραγματικό. Η συνολική επιλογή της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ για τις υποψηφιότητες των περιφερειών κάθε άλλο παρά τέτοιο στίγμα δίνει. Κι όποιος δεν το βλέπει, είναι αλλού.
Είναι προφανές πως το τι συνιστά αριστερή σοσιαλδημοκρατία στην Ελλάδα σήμερα είναι ανοιχτό θέμα. Είναι, επίσης, δεδομένο πως στο Συνέδριο, πριν λίγους μόλις μήνες, η πρωτόλεια, έστω, γραμμή για τις πολιτικές συμμαχίες μας ορίζει πως το εύρος εκτείνεται «από την αριστερά της αριστεράς μέχρι την αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας». Και, επίσης προφανώς, οι συνδικαλιστές του παλιού και νέου κρατικού και γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, που αλλάζουν ονόματα τον τελευταίο καιρό, δεν είναι βέβαιο ότι ανήκουν στην «αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας». Που πάει να πει πως, εκτός του ό,τι η πολιτική είναι μια έτσι κι αλλιώς σύνθετη υπόθεση, ο τρόπος που εξελίσσεται αυτή η «συζήτηση», ένθεν και ένθεν, μάλλον κακό κάνει.
Τα αντανακλαστικά της «ηγεσίας» στην περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας έδειξαν να είναι πολύ καλά. Δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε πως δεν θα αποδειχτεί το ίδιο και σε όλα τα, πραγματικά, ανοιχτά ζητήματα.
***
Επανερχόμαστε στην αρχή. Στην Εποχή της Κυριακής που μας πέρασε, ο Χριστόφορος Βερναρδάκης σημείωνε πως «[τ]ο ρεύμα που θα στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να οριστεί με όρους (παλαιάς) πολιτικής γεωγραφίας, αλλά κυρίως κοινωνικής διαστρωμάτωσης και αιτημάτων γενικής αλλαγής σε όλα τα επίπεδα». Ας σκύψουμε, λοιπόν, πρώτα στο κοινωνικό.
rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου