Τζιόρτζιο ντε Κίρικο, «Μυστήριο και μελαγχολία ενός δρόμου», 1914 |
Στην αρχή
είπαμε μόνο: τουλάχιστον να μη φύγουμε με σκυμμένο το κεφάλι. Και
ξαφνικά, μέσα στη βουβή αγανάκτηση της πρώτης μας συνέλευσης,
διαισθανθήκαμε ότι το ζήτημα υπερέβαινε κατά πολύ την προσωπική μας
στάση, τύχη ή φόβο. Νιώσαμε τόσο βίαια την επίθεση, που σχεδόν
εξαναγκαστήκαμε να δούμε τον κίνδυνο σε όλο του το φάσμα, να καταλάβουμε
το περίγραμμα μιας απειλής που δεν στόχευε μόνο τη ζωή του καθενός μας.
Αντιληφθήκαμε γρήγορα τον συσχετισμό, μιλήσαμε από τις πρώτες μέρες για
τη δουλειά μας προβάλλοντάς τη στο υπόβαθρο του δημόσιου πανεπιστήμιου,
και αντιστρόφως, μιλήσαμε για το δημόσιο πανεπιστήμιο με αφορμή το
δικαίωμα όλων μας στη δουλειά. Ψηλαφώντας διαρκώς τα όρια και τις
αντοχές μας, θέτοντας ξανά και ξανά δύσκολα ερωτήματα,
επαναπροσδιορίζοντας τις απαντήσει Έτσι φτάσαμε ως εδώ. Και κάθε μέρα
ήταν κερδισμένη.
Σ’ αυτές τις
έντεκα εβδομάδες νιώσαμε και μάθαμε πολλά. Χτίσαμε συλλογικότητες
πρωτόγνωρες και τρυφερές, όπου ο καθένας βρήκε τη θέση του και όπου
υπήρχε θέση για όλους. Ζήσαμε, μετά από πολλά χρόνια, τον χώρο της
δουλειάς μας αλλιώς : την ίδια στιγμή που σκεφτόμασταν με φρίκη πώς
άραγε είναι όταν μαζεύεις τα πράγματά σου για τελευταία φορά, γυρίσαμε
να κατοικήσουμε στ’ αλήθεια μέσα του, καταφύγαμε σ’ αυτόν, τον
προστατέψαμε και μας προστάτεψε. Ζήσαμε τον δημόσιο χώρο διαφορετικά:
πήγαμε στις συγκεντρώσεις ξέροντας ότι οι φίλοι μας θα είναι εκεί,
ακούσαμε μουσικές και στίχους τις ώρες που η πόλη κοιμάται, γεμίσαμε με
τη φωνή μας τις λεωφόρους που άλλοτε διασχίζαμε σιωπηλοί, βιαστικοί,
απορροφημένοι.
Η απεργία
μάς έκανε να καταλάβουμε ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι σαν κι εμάς, αφύπνισε
κρυμμένες ευαισθησίες, μας έμαθε να είμαστε σε εγρήγορση. Εγρήγορση
πολιτική, συναισθηματική. Ζήσαμε βαριά το πένθος για εκείνον που
δολοφονήθηκε μέσα στη νύχτα, για τον άλλον που βρήκε τον θάνατο μέσα στο
αστυνομικό τμήμα ή στο στρατόπεδο συγκέντρωσης μεταναστών. Χαρήκαμε την
κάθε νίκη, θυμώσαμε στην κάθε επίθεση, πεισμώσαμε στις ήττες όλων μας.
Μοιραστήκαμε την ψυχή μας με ανθρώπους που μόλις είχαμε γνωρίσει γιατί
το νιώθαμε ότι ήμασταν μαζί, ζήσαμε την αλληλεγγύη, την αληθινή στοργή
για την καθημερινότητα των διπλανών μας — και των άλλων, που δεν είναι
πια ξένοι. Μάθαμε πώς να αποφασίζουμε όλοι μαζί, όχι στο όνομα μιας
κατασκευασμένης ομοφωνίας ή μιας επίπλαστης βεβαιότητας, και σίγουρα όχι
χωρίς κόπο. Θυμηθήκαμε την αξία της συμμετοχής — στη μικρή μας κλίμακα
πήραμε μιαν ανάσα άμεσης δημοκρατίας, και είναι αυτό τόσο γοητευτικό όσο
ακούγεται.
Μας θέλησαν
διαθέσιμους, αναλώσιμους, κυνηγημένους, καταργημένους. Αόρατους.
Εκτρέφουν τον κοινωνικό αυτοματισμό, επιζητούν τον εκφασισμό των
συνειδήσεων. Αλλά εμείς τώρα ξέρουμε πως έχουμε παντού συντρόφους. Στα
σχολεία, στους δρόμους, στη Λάρκο, στους απολυμένους της Sprider, στους
απεργούς της Coca Cola, στα νοσοκομεία, στον Σκαραμαγκά, στα
πανεπιστήμια. Στον Αλφειό, στις Σκουριές. Στην ΕΡΤ της καρδιάς μας.
Στεκόμαστε
όλοι μαζί, απέναντι σ’ εκείνους που επιχειρούν μια καταιγιστική επίθεση
σε κάθε δημόσιο αγαθό, που προσπαθούν να καταλύσουν και τα τελευταία
ίχνη του κράτους πρόνοιας, που θέλουν να μας επιβάλουν να ξεχάσουμε τι
σημαίνει δίκαιο και κοινή λογική, που περιφρονούν απροκάλυπτα θεσμούς
και κοινωνικές κατακτήσεις. Θέλησαν να μας συκοφαντήσουν και να μας
διασύρουν. Κι εμείς μάθαμε πως είναι εφικτό ν’ αντισταθεί κανείς σε μια
εξουσία που τολμάει να στηρίζεται –και στηρίζεται μόνο– σε μια
πλασματική συναίνεση. Ακολούθησαν πανομοιότυπα σενάρια αυταρχισμού,
εκφοβισμού και βίας, προσπαθώντας να μας διαλύσουν και να μας
απομονώσουν. Αντί γι’ αυτό, μας οδήγησαν άθελά τους να βρούμε κοινούς
τόπους, να σχεδιάσουμε καινούργιες συμμαχίες, να αναδείξουμε και να
απολαύσουμε τις εκλεκτικές συγγένειες που με τόση περηφάνεια και
συγκίνηση ανακαλύπτουμε τον τελευταίο καιρό. Προσπάθησαν να μετατρέψουν
τις συλλογικές μας διεκδικήσεις σε προσωπικά διλήμματα από τα πιο
σκληρά, θεωρώντας ότι επιτέλους θα προστρέξουμε στην ασφάλεια των
ατομικών λύσεων. Απαντάμε ότι η υπακοή, το μούδιασμα, η σιωπή δεν είναι
μονόδρομος. Ότι δεν έχουν νεκρωθεί στο μυαλό μας τα όνειρά μας για το
μέλλον. Και ότι εμείς, εξ αρχής, δεν μιλάμε μόνο για τον εαυτό μας.
Μιλάμε για όλους μας, γιατί όλοι χρειαζόμαστε μία νίκη. Την πρώτη.
H Eλευθερία Βαρουχάκη ανήκει στο διοικητικό προσωπικό της Σχολής Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ.
enthemata.wordpress.com.
(Ενθέματα Αυγής)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου