Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Εκτός ελέγχου φτώχεια και ανισότητες. Του Παναγόπουλου Θάνου.



Ραγδαία φτωχοποίηση του πληθυσμού, με έναν στους τέσσερις Έλληνες υπό το φάσμα της φτώχειας, αλλά και άνοιγμα της ψαλίδας του βιοτικού επιπέδου μεταξύ πλουσίων και φτωχών σε ποσοστά που δεν συνάδουν με ευρωπαϊκές κοινωνίες (το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού καταναλώνει 5,9 φορές περισσότερο από το φτωχότερο 20% σε σύγκριση με 5,5 φορές το 2011) έχει επιφέρει η πολιτική των Μνημονίων στην Ελλάδα. Τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής είναι σοκαριστικά, καθώς καταγράφουν για το διάστημα μεταξύ 2008 και 2012 μια "βουτιά" 32% στις δαπάνες των νοικοκυριών!
  
Αλλά και τα "ποιοτικά" στοιχεία δείχνουν μια βίαιη φτωχοποίηση με περισσότερο ενδεικτική την καταναλωτική στροφή στα άκρως απαραίτητα για τη διαβίωση (διατροφή - στέγαση) με ταυτόχρονη εγκατάλειψη άλλων αναγκών, που πλέον φαντάζουν για τους πολλούς ως "πολυτέλεια", όπως είναι για παράδειγμα ο παραθερισμός (ξενοδοχεία) και απλές καθημερινές "απολαύσεις", όπως λ.χ. τα καφενεία και τα εστιατόρια.
Η Ελλάδα εμφανίζεται να κατέχει τη θλιβερή "πρωτιά" σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς τα ποσοστά φτώχειας: το 23,1% του πληθυσμού της βρισκόταν το 2012 σε κίνδυνο φτώχειας, με το όριο φτώχειας να ορίζεται στο 60% του μέσου ετήσιου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, που έχει υποχωρήσει σε 17.977 ευρώ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ένα στα τέσσερα νοικοκυριά -ήτοι 914.873 οικογένειες- ζούσαν πέρυσι με ετήσιο εισόδημα κάτω των 11.986 ευρώ ή των 1.000 ευρώ τον μήνα.
Τα αποτελέσματα της δειγματοληπτικής Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης που ανακοινώθηκαν από την ΕΛΣΤΑΤ, δείχνουν μεταξύ άλλων ότι:
* Το κατώφλι της φτώχειας είναι 5.708 ευρώ ετησίως ανά άτομο και 11.986 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικους και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.
* Το μέσο ετήσιο ατομικό ισοδύναμο εισόδημα ανέρχεται σε 10.676 ευρώ και το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε 17.977 ευρώ.
* Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας εκτιμώνται σε 914.873 και τα μέλη τους σε 2.535.700.
* Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας έως 17 ετών ("παιδική φτώχεια") ανέρχεται σε 26,9% και είναι υψηλότερος κατά 2,8 ποσοστιαίες μονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
* Ο κίνδυνος φτώχειας για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών ανέρχεται σε 17,2% και είναι μειωμένος κατά 6,4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 20113.
* Ο πληθυσμός που διαβιοί σε νοικοκυριά στα οποία δεν εργάζεται κανένα μέλος ή εργάζεται λιγότερο από τρεις μήνες συνολικά το έτος ανέρχεται σε 1.010.900 άτομα ή σε 16,1% του πληθυσμού ηλικίας 18- 59 ετών, ενώ το προηγούμενο έτος (2011) ανερχόταν σε 837.300 άτομα.
* Από τη φτώχεια απειλούνται περισσότερο τα μονογονεϊκά νοικοκυριά με, τουλάχιστον, ένα εξαρτώμενο παιδί (66,0%).
* Ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται σε 3.795.100 άτομα ή σε 34,6% του συνόλου του πληθυσμού (το έτος 2011 ήταν 3.403.300 άτομα).
Η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών, για το 2012, ήταν 1.637,10 ευρώ καταγράφοντας μείωση κατά 10,2%, σε σύγκριση με το 2011. Σε πραγματικούς όρους η μέση μηνιαία δαπάνη μειώθηκε κατά 11,6%, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του έτους 2012.
Το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά τα είδη διατροφής (20,1%) και ακολουθούν η στέγαση (13,9%) και οι μεταφορές (12,8%), ενώ οι υπηρεσίες της εκπαίδευσης αποτελούν το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,5%).
Μεταξύ 2011 και 2012 παρατηρείται μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου και, ειδικότερα, μετατόπιση των δαπανών που αφορούν ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια, τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες, την ένδυση - υπόδηση, στις μεταφορές, την αναψυχή, τα διαρκή αγαθά, τις δαπάνες που αφορούν, κυρίως, τη στέγαση, τη διατροφή, τα αλκοολούχα ποτά και καπνό, τις επικοινωνίες και την υγεία, ως ποσοστό επί του οικογενειακού προϋπολογισμού.
Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2011) καταγράφεται μεγαλύτερη μείωση δαπανών, σε τρέχουσες τιμές, για ένδυση - υπόδηση (-15,3%), διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (-15,3%), ξενοδοχεία, καφενεία και εστιατόρια (-15,1%), αναψυχή και πολιτισμό (-15,0%), διαρκή αγαθά (-13,7%), μεταφορές (-12,6%), εκπαίδευση (-10,0%), υγεία (-8,6%).
Η ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνει ότι υπό τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί «το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,9 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της διάμεσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,5 για το 2011). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,7 όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη και οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη) έναντι 4,5 για το 2011.

avgi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου