Αντί για την ενεργοποίηση δημοσίων κοινωνικών υπηρεσιών, οδηγηθήκαμε στο δίπολο της απλοϊκής «σωτήριας» τοποθέτησης παιδιού σε σπίτι φροντίδας μη κυβερνητικού οργανισμού και της παράλληλης ανάπτυξης διωκτικών επιχειρήσεων και συνολικής στοχοποίησης κοινοτήτων Ρομά.
Η υπόθεση της 4χρονης Μαρίας, που απασχόλησε την τελευταία εβδομάδα τα ελληνικά και διεθνή μέσα ενημέρωσης, ανέδειξε σοβαρές αδυναμίες της διοίκησης ως προς τις εγγραφές στα δημοτολόγια, την ανάπτυξη των μηχανισμών παιδικής προστασίας και την καταπολέμηση της παράνομης διακίνησης βρεφών. Όμως, πέραν αυτών, η μεγάλη δημοσιότητα που έλαβε το θέμα, συνοδεύτηκε δυστυχώς για μία ακόμη φορά από σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δικαιωμάτων του παιδιού, τόσο από τη μεριά των ΜΜΕ που επιδόθηκαν σε μια γενική επίθεση και αφορισμούς στρεφόμενους κατά των Ρομά, όσο και από τους μηχανισμούς δημόσιας τάξης, καθώς, με αφορμή το περιστατικό, καταγράφηκαν νέες αστυνομικές επιχειρήσεις σε οικισμούς και καταυλισμούς Ρομά, συχνά με αμφισβητούμενης νομιμότητας και έντασης μέτρα και μέσα.
Σοβαρές παραβιάσεις
Ως προς τα ΜΜΕ, είναι προφανές ότι υπήρξε υπέρβαση των ορίων και πλαισίων ενημέρωσης που αποτελεί την κύρια αποστολή τους. Η δημοσιοποίηση των εικόνων του παιδιού επετράπη από τις εισαγγελικές αρχές με συγκεκριμένο σκοπό, δηλαδή τον εντοπισμό εμπλεκομένων σε παράνομες ενέργειες πολιτών, όμως στην πράξη λειτούργησε ως άλλοθι για την επανειλημμένη και ακατάσχετη χρήση τους, χωρίς κανένα σεβασμό στην ιδιωτική ζωή και με στόχο την πρόκληση εντυπωσιασμού και συχνά την καλλιέργεια μισαλλόδοξων και γενικευμένων προκαταλήψεων σε βάρος των Ρομά, ιδίως δε κατά το στερεότυπο ότι «οι Ρομά κλέβουν παιδιά». Αντικείμενο σοβαρού προβληματισμού θα πρέπει να αποτελέσει το γεγονός ότι η καθοδήγηση της κοινής γνώμης από τα ΜΜΕ, σε επιφανειακή και μονοδιάστατη κατανάλωση εικόνων και στερεοτύπων και μάλιστα με πολλαπλές αναφορές σε εικαζόμενες παράνομες ενέργειες, που όμως δεν έχουν αποδειχθεί, και σε ταυτοποίηση της παραβατικής συμπεριφοράς όχι με πρόσωπα, αλλά με εκπροσώπους μιας φυλετικής ομάδας, δεν συνοδεύεται από ένα πλαίσιο ελέγχου της δεοντολογίας που πρέπει να τα διέπει και να τα οριοθετεί, με άξονα το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων του παιδιού.
Από την πλευρά των ευθυνών της επίσημης πολιτείας, η υπόθεση ανέδειξε επίσης σοβαρότατες δυσλειτουργίες και ελλείψεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την υπόθεση αυτή ενεργοποιήθηκαν οι μηχανισμοί καταστολής αφενός και ελέγχου των διοικητικών διαδικασιών για τη δημοτολογική εγγραφή των Ρομά αφετέρου. Όμως, ο προνοιακός μηχανισμός δήλωσε εμφατικά την απουσία του, δίνοντας θέση σε αυτόκλητους ιδιώτες που έχουν αναλάβει την υποκατάστασή του. Έτσι, αντί για την ενεργοποίηση δημοσίων κοινωνικών υπηρεσιών, τόσο για την περίθαλψη του συγκεκριμένου παιδιού, όσο και για τη γενικότερη προσέγγιση των οικογενειών και αντιμετώπιση των παραγόντων που οδηγούν πολλά παιδιά σε παραμέληση ή κακοποίηση, οδηγηθήκαμε στο δίπολο της απλοϊκής «σωτήριας» τοποθέτησης παιδιού σε σπίτι φροντίδας μη κυβερνητικού οργανισμού και της παράλληλης ανάπτυξης διωκτικών επιχειρήσεων και συνολικής στοχοποίησης κοινοτήτων Ρομά, με έμφαση στην καταστολή των πιθανών έκνομων δραστηριοτήτων τους.
Αξίζει να τονιστεί ότι η υπερβολική έκθεση και η δαιμονοποίηση του τρόπου ζωής των Ρομά ενέχει σοβαρούς κινδύνους για την ακόμη μεγαλύτερη απομάκρυνσή τους από τις νόμιμες διαδικασίες καταγραφής της αστικής τους κατάστασης και συνολικότερης πρόσβασης τους στις δημόσιες υπηρεσίες.
Αναγκαία θεσμικά μέτρα
Μία νηφάλια και ουσιαστική παρέμβαση της Πολιτείας θα έπρεπε σήμερα να εστιαστεί στην υπέρβαση των χρόνιων αδυναμιών της, κυρίως των προνοιακών της μηχανισμών, που αφορούν το γενικότερο πληθυσμό αλλά και ειδικότερα τις ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες. Η προάσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών Ρομά στην υγεία, στην εκπαίδευση, στην φροντίδα και στην ανάπτυξη, δεν μπορεί να γίνει με αστυνομικές επιχειρήσεις ή με διώξεις, αλλά απαιτούνται πολύπλευρα μέτρα που θα ανταποκρίνονται στις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της ομάδας αυτής, θα βελτιώνουν τις συνθήκες διαβίωσής τους, θα ενδυναμώνουν τη σύνδεσή της με τον κοινωνικό ιστό, θα εγκαθιδρύουν θετικούς δεσμούς με τους εκπαιδευτικούς και τους προνοιακούς μηχανισμούς και θα παρεμβαίνουν υποστηρικτικά για την αποτροπή πρακτικών που οδηγούν σε διακινδύνευση και κακοποίησή τους.
Χρειάζονται επειγόντως θεσμικά μέτρα που αφορούν γενικότερα την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού στη χώρα μας, με προτεραιότητα στις πολιτικές που θα έχουν ως κέντρο το παιδί και με ένα ουσιαστικό μακρόπνοο εθνικό σχέδιο δράσης για τα παιδιά σε εφαρμογή. Οι ιδιωτικές υιοθεσίες θα πρέπει να καταργηθούν, καθώς είναι γνωστό ότι υποκρύπτουν οικονομικές συναλλαγές και ευνοούν το εμπόριο βρεφών, ενώ παράλληλα οι θεσμοί της δημόσιας υιοθεσίας και της αναδοχής θα πρέπει να στηριχθούν με νομοθετικά μέτρα και κατάλληλη οργάνωση των κοινωνικών υπηρεσιών που τις υποστηρίζουν. Τα ιδρύματα παιδικής προστασίας θα πρέπει να πιστοποιηθούν με θεσμοθετημένα κριτήρια και να στελεχώνονται κατάλληλα, για να αποφεύγονται σοβαρές παραβιάσεις δικαιωμάτων των φιλοξενούμενων παιδιών, όπως αυτές που συνέβησαν πριν χρόνια στο ίδρυμα Αγία Βαρβάρα και εξέθεσαν τη χώρα μας διεθνώς. Οι οικογένειες σε κρίση χρειάζεται να στηριχθούν, ώστε να κατορθώσουν να φέρουν εις πέρας την αποστολή της αγωγής και φροντίδας των παιδιών τους.
Όμως όλα αυτά απαιτούν μια τελείως διαφορετική προσέγγιση και στάση της πολιτείας, αλλά και της κοινωνίας από αυτή που βιώνουμε στις μέρες μας. Ελπίζω η ιστορία της μικρής Μαρίας να αποτελέσει ένα μάθημα και μια αφορμή για μια συνολική διεκδίκηση μιας άλλης στάσης απέναντι στα παιδιά στη χώρα μας.
* Ο Γ. Μόσχος είναι βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα Δικαιώματα του Παιδιού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου