Δημήτρης Γιατζόγλου
http://www.epohi.gr/
Οι
μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις, οι περιστασιακοί συνοδοιπόροι τους, οι
δοξόσοφοι κάτοχοι της επικοινωνιακής τεχνογνωσίας, οι εν αναμονή
διευρυνσίες της «παράταξης της ευθύνης» εγκαλούν τον ΣΥΡΙΖΑ για
αντιευρωπαϊσμό, με μέτρο φυσικά τον δικό τους αυθεντικό ευρωπαϊσμό. Από
την άλλη, ποικίλοι φορείς του καθαρόαιμου αντικαπιταλισμού τον
καταγγέλλουν ως δούρειο ίππο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, που φενακίζει
την ανατρεπτική συνείδηση των λαϊκών μαζών- μια εφεδρική λύση της
στρατηγικής των δυνάμεων του κεφαλαίου.
Απ’ όπου και να το δει κανείς, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι θέσεις του για την Ευρώπη και την ενοποίησή της αποτελούν το κεντρικό σημείο αναφοράς, γύρω από το οποίο θα διεξαχθεί η πολιτική σύγκρουση στις επικείμενες ευρωεκλογές. Διότι -πέρα από τις επικοινωνιακές ανοησίες περί «εχθρού της Ευρώπης»- το διακύβευμα είναι να συγκροτηθεί απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ το μέτωπο της «νέας εθνικής συναίνεσης», πλαισιωμένο από μια περιθωριακή, ανώδυνη αριστερά. Και ο ευρωπαϊσμός προκρίνεται ως η συγκολλητική πρώτη ύλη του μετώπου.
Ο ευρωπαϊσμός δεν είναι ένας
Συστηματικά και επί πολλά χρόνια, καλλιεργείται η αντίληψη ότι ο «ευρωπαϊσμός» είναι ένας. Αναλλοίωτος και άχρονος. μια ιδέα χωρίς ιστορία, ένα στοιχείο αντίθεσης και διαχωρισμού των πολιτικών δυνάμεων σε φιλοευρωπαϊκές και μη, αντίθεση που στην εποχή μας υποτίθεται ότι επικαθορίζει και απορροφά την αντίθεση αριστεράς-δεξιάς. Η ιστορική εξέλιξη και η μεγάλη κρίση κατέδειξαν ότι αυτός ο ευρωπαϊσμός της καθαρής μορφής είναι ένα ιδεολόγημα που επιδιώκει να νομιμοποιήσει τη συντελούμενη, συγκεκριμένη ενοποίηση της Ευρώπης ως τη μοναδική και άρα δικαιωμένη ιστορικά εκδοχή. Κατέδειξαν την ύπαρξη πολλών ευρωπαϊσμών, αντιθετικών και ασυμφιλίωτων μεταξύ τους, με διαφορετικό ιδεολογικό υπόβαθρο και κοινωνικές προτεραιότητες, ενταγμένων σε αντίπαλες πολιτικές στρατηγικές.
Έτσι λοιπόν, ο ευρωπαϊσμός της Μέρκελ και του Μπαρόζο, του Σαμαρά και του Βενιζέλου δεν αφορά την αριστερά. Τα κριτήρια του είναι τα κριτήρια μιας στυγνής ταξικής λογικής, που θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση προϋποθέτει τη νεοφιλελεύθερη διάλυση των κοινωνιών, ότι προτεραιότητα είναι να φτιαχτεί η ισχυρή, ανταγωνιστική Ευρώπη, για την οποία η κοινωνική Ευρώπη αποτελεί έρμα και φρένο, ότι η διεύρυνση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων είναι το αναγκαίο τίμημα για την επανεκκίνηση της καπιταλιστικής μεγέθυνσης και ότι η γραφειοκρατική περιχαράκωση των ευρωπαϊκών θεσμών είναι ασπίδα προστασίας από τις επικίνδυνες αξιώσεις δημοκρατικού ελέγχου τους.
Μ’ αυτόν τον τιμωρητικό ευρωπαϊσμό συναντιέται και ένας ευρωπαϊσμός κεντροαριστερής κοπής, χωρίς να ταυτίζεται πλήρως μαζί του, αν και οι διαφοροποιήσεις είναι τις περισσότερες φορές δυσδιάκριτες. Αυτός ο δεύτερος ευρωπαϊσμός είναι το ίδιο επιθετικός προς τον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας τον εκφραστή ενός λαϊκιστικού αντιευρωπαϊσμού. Η πολεμική μας φέρνει στο νου την ανάλογη πολεμική του Ζοσπέν εν όψει του δημοψηφίσματος για την κύρωση του ευρωσυντάγματος από τον γαλλικό λαό, το 2005. Και τότε, οι γάλλοι σοσιαλιστές κατακεραύνωναν τις αριστερές, αντινεοφιλελεύθερες και δημοκρατικές δυνάμεις του «όχι» ως εκφραστές ενός τυχοδιωκτικού αντιευρωπαϊσμού, ομόλογου με αυτόν της ακροδεξιάς. Από τότε, η παραιτημένη από κάθε απόπειρα συγκρότησης ενός εναλλακτικού σχεδίου για την Ευρώπη σοσιαλδημοκρατία έχει προσκολληθεί στο δόγμα «ενοποίηση να ναι κι ότι να ναι», οριστικοποιώντας το διαζύγιό της από τον κόσμο της εργασίας, τους άνεργους και τους νέους. Από τότε, ο ευρωπαϊσμός της είναι ο ευρωπαϊσμός της διαρκούς προσαρμογής στα τετελεσμένα του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, ένας ευρωπαϊσμός απολογητικός και παθητικός, ανίκανος να παραγάγει πολιτικές πρωτοβουλίες, που αρκείται σ’ ένα «ρόλο τραυματιοφορέα» του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου μηχανισμού.
Η συνειδητή παραπλάνηση
Αυτός ο κεντροαριστερός ευρωπαϊσμός που επαναλαμβάνει εδώ και τριάντα χρόνια τις ίδιες, εξαντλημένες πια, ιδέες και που μιλάει τη γλώσσα της κεντρώας μετριοπάθειας όταν συνομιλεί με τις πολιτικές και τεχνοκρατικές ελίτ, απευθύνεται σήμερα στους πολίτες με τη γλώσσα του προοδευτικού μεταρρυθμισμού, εκφωνώντας το δόγμα του νέου, «λαϊκού ευρωπαϊσμού». Μόνο που εδώ ανακύπτουν ερωτήματα : ο λαϊκός ευρωπαϊσμός θα αποφασιστεί από το διευθυντήριο των Βρυξελών και θα κοινοποιηθεί με κοινοτική οδηγία στα κράτη μέλη; Οι ρημαγμένοι από τη λιτότητα και την ανεργία λαοί της Ευρώπης θα στρατευθούν ενθουσιωδώς κάτω από τις σημαίες της νέας ανάκαμψης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού; Που οφείλεται η, σε χρόνο ρεκόρ, επαλήθευση εκείνου του ασεβούς «Ολαντρέου»; Υπηρετεί καλύτερα τη λαϊκότητα η υποψηφιότητα Σουλτς από την υποψηφιότητα Τσίπρα; Είναι ένα αναπόφευκτο τίμημα της ενοποίησης η εκθεμελίωση των δημοκρατικών και κοινωνικών ευρωπαϊκών κεκτημένων ή μια συνειδητή πολιτική επιλογή;
Πολλοί κεντροαριστεροί ευρωπαϊστές έχουν έτοιμη την ερμηνεία όλων των στρεβλώσεων και των αδιεξόδων. Για όλα φταίει το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν ενοποιείται πολιτικά. Πρόκειται για συνειδητή παραπλάνηση. Διότι η Ευρώπη ενοποιείται πολιτικά εδώ και χρόνια. Ενοποιείται με αντιφάσεις, εσωτερικές αντιθέσεις και κοινωνικές αντιστάσεις. Αλλά ενοποιείται. Σταθερά και σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μέσα από τις διαδοχικές συνθήκες του Μαατριχτ, της Λισσαβώνας, της Νίκαιας, υπό την κυριαρχία ενός συνεκτικού νεοφιλελεύθερου κοινωνικού και πολιτικού υποδείγματος. Και γι αυτό, η επίκληση της εν γένει πολιτικής ενοποίησης ως θεραπείας, είναι ένας ιδεολογικός φετιχισμός, στερημένος πολιτικού νοήματος. Η Ευρώπη ενοποιείται υπό την ηγεμονία της Δεξιάς και με τη σοσιαλδημοκρατία πλήρως υποταγμένη. Και αυτός ο τρόπος ενοποίησης είναι ο καλύτερος στρατολόγος του ευρωσκεπτικισμού.
Μπορεί αυτή η πορεία να αντιστραφεί; Όχι με οδηγό το νωθρό ρεαλισμό της συναίνεσης, που κάθε φορά αναβάλει την αντιπαράθεση στο όνομα του δυσμενούς συσχετισμού δυνάμεων. Όχι με την «έξοδο» από το υπαρκτό, ιστορικά διαμορφωμένο πεδίο των διαδικασιών της ενοποίησης. Διότι η αρχιμήδειος αναζήτηση του «τόπου» για την ανατροπή δεν έχει απάντηση. Και διότι η εθνοκρατική αναδίπλωση θα συντρίψει τους «αδύνατους κρίκους».
Η αντιστροφή της πορείας
Η πορεία μπορεί να αντιστραφεί με την πρόκληση μιας αφυπνιστικής πολιτικής έντασης μέσα από την ιδεολογική και προγραμματική αντιπαράθεση Αριστεράς και Δεξιάς, για την εκ νέου εμπλοκή των λαϊκών δυνάμεων στο εγχείρημα της ενοποίησης. Με τη συστηματική συγκρότηση νέων μορφών διεθνικής δράσης του κόσμου εργασίας. Με η διεκδίκηση ενός πλέγματος δημοκρατικών και αντινεοφιλελεύθερων στόχων για την ανάπτυξη, την απασχόληση, την ανασυγκρότηση του δημόσιου χώρου και των συλλογικών μορφών της ανθρώπινης συμβίωσης. Το πρωταρχικό όμως είναι η πρόκληση μιας δημοκρατικής ρήξης με το σημερινό, κυρίαρχο Σχέδιο. Η έκφραση ενός λαϊκού, ριζοσπαστικού βέτο στην καταστροφή που συντελείται. Μια πρώτη ρωγμή στο τυρρανικό συνεχές που έχει επιβληθεί. Μια θαρραλέα συνάντηση με το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού, για να συνομιλήσουμε μαζί του, να το απελευθερώσουμε από την ακροδεξιά δημαγωγία και να το αναπροσανατολίσουμε προς τα αριστερά.
Όλα αυτά συνιστούν το περιεχόμενο ενός αγωνιστικού ευρωπαϊσμού του σήμερα, που έχει επίγνωση των αντιφάσεων και των αποριών του, αλλά τις αντιμετωπίζει εν κινήσει, μαζί με τις κοινωνικές δυνάμεις που επιθυμεί να εκπροσωπήσει.
Όλα αυτά, εν όψει ευρωεκλογών, θα έπρεπε να τεθούν ως προβλήματα σε μιά δημόσια συζήτηση. Και δεν εννοώ την αποσπασματική αρθρογραφία, τα πολεμικά ανακοινωθέντα των κομματικών επιτελείων, ή κάποιες τελετουργικές εκδηλώσεις με ομιλητές αξιωματούχους και τεχνοκράτες που παίζουν τα ευρωπαϊκά στα δάχτυλα. Αναφέρομαι στη δημόσια σύγκρουση ιδεών, στον πολιτικό καβγά για την Ευρώπη, την κρίση, τις εναλλακτικές στρατηγικές για το μέλλον της. Στη συζήτηση ως μαζική πολιτική διαδικασία που επιδιώκει να εμπλέξει τους πολίτες, να τους ακούσει και να τους ενεργοποιήσει.
Όσο κι αν ο χαρακτήρας των ευρωεκλογών έχει προεξοφληθεί, ως πρόκριμα των εθνικών εκλογών, όσο κι αν η κοινωνία αναδιπλώνεται στα «δικά» της, αυτή η συζήτηση πρέπει να διεξαχθεί. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει και συμφέρον και τη δυνατότητα να την προκαλέσει. Διότι, περισσότερο από ποτέ, τα της Ευρώπη είναι και δικά μας.
Απ’ όπου και να το δει κανείς, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι θέσεις του για την Ευρώπη και την ενοποίησή της αποτελούν το κεντρικό σημείο αναφοράς, γύρω από το οποίο θα διεξαχθεί η πολιτική σύγκρουση στις επικείμενες ευρωεκλογές. Διότι -πέρα από τις επικοινωνιακές ανοησίες περί «εχθρού της Ευρώπης»- το διακύβευμα είναι να συγκροτηθεί απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ το μέτωπο της «νέας εθνικής συναίνεσης», πλαισιωμένο από μια περιθωριακή, ανώδυνη αριστερά. Και ο ευρωπαϊσμός προκρίνεται ως η συγκολλητική πρώτη ύλη του μετώπου.
Ο ευρωπαϊσμός δεν είναι ένας
Συστηματικά και επί πολλά χρόνια, καλλιεργείται η αντίληψη ότι ο «ευρωπαϊσμός» είναι ένας. Αναλλοίωτος και άχρονος. μια ιδέα χωρίς ιστορία, ένα στοιχείο αντίθεσης και διαχωρισμού των πολιτικών δυνάμεων σε φιλοευρωπαϊκές και μη, αντίθεση που στην εποχή μας υποτίθεται ότι επικαθορίζει και απορροφά την αντίθεση αριστεράς-δεξιάς. Η ιστορική εξέλιξη και η μεγάλη κρίση κατέδειξαν ότι αυτός ο ευρωπαϊσμός της καθαρής μορφής είναι ένα ιδεολόγημα που επιδιώκει να νομιμοποιήσει τη συντελούμενη, συγκεκριμένη ενοποίηση της Ευρώπης ως τη μοναδική και άρα δικαιωμένη ιστορικά εκδοχή. Κατέδειξαν την ύπαρξη πολλών ευρωπαϊσμών, αντιθετικών και ασυμφιλίωτων μεταξύ τους, με διαφορετικό ιδεολογικό υπόβαθρο και κοινωνικές προτεραιότητες, ενταγμένων σε αντίπαλες πολιτικές στρατηγικές.
Έτσι λοιπόν, ο ευρωπαϊσμός της Μέρκελ και του Μπαρόζο, του Σαμαρά και του Βενιζέλου δεν αφορά την αριστερά. Τα κριτήρια του είναι τα κριτήρια μιας στυγνής ταξικής λογικής, που θεωρεί ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση προϋποθέτει τη νεοφιλελεύθερη διάλυση των κοινωνιών, ότι προτεραιότητα είναι να φτιαχτεί η ισχυρή, ανταγωνιστική Ευρώπη, για την οποία η κοινωνική Ευρώπη αποτελεί έρμα και φρένο, ότι η διεύρυνση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων είναι το αναγκαίο τίμημα για την επανεκκίνηση της καπιταλιστικής μεγέθυνσης και ότι η γραφειοκρατική περιχαράκωση των ευρωπαϊκών θεσμών είναι ασπίδα προστασίας από τις επικίνδυνες αξιώσεις δημοκρατικού ελέγχου τους.
Μ’ αυτόν τον τιμωρητικό ευρωπαϊσμό συναντιέται και ένας ευρωπαϊσμός κεντροαριστερής κοπής, χωρίς να ταυτίζεται πλήρως μαζί του, αν και οι διαφοροποιήσεις είναι τις περισσότερες φορές δυσδιάκριτες. Αυτός ο δεύτερος ευρωπαϊσμός είναι το ίδιο επιθετικός προς τον ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας τον εκφραστή ενός λαϊκιστικού αντιευρωπαϊσμού. Η πολεμική μας φέρνει στο νου την ανάλογη πολεμική του Ζοσπέν εν όψει του δημοψηφίσματος για την κύρωση του ευρωσυντάγματος από τον γαλλικό λαό, το 2005. Και τότε, οι γάλλοι σοσιαλιστές κατακεραύνωναν τις αριστερές, αντινεοφιλελεύθερες και δημοκρατικές δυνάμεις του «όχι» ως εκφραστές ενός τυχοδιωκτικού αντιευρωπαϊσμού, ομόλογου με αυτόν της ακροδεξιάς. Από τότε, η παραιτημένη από κάθε απόπειρα συγκρότησης ενός εναλλακτικού σχεδίου για την Ευρώπη σοσιαλδημοκρατία έχει προσκολληθεί στο δόγμα «ενοποίηση να ναι κι ότι να ναι», οριστικοποιώντας το διαζύγιό της από τον κόσμο της εργασίας, τους άνεργους και τους νέους. Από τότε, ο ευρωπαϊσμός της είναι ο ευρωπαϊσμός της διαρκούς προσαρμογής στα τετελεσμένα του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου, ένας ευρωπαϊσμός απολογητικός και παθητικός, ανίκανος να παραγάγει πολιτικές πρωτοβουλίες, που αρκείται σ’ ένα «ρόλο τραυματιοφορέα» του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου μηχανισμού.
Η συνειδητή παραπλάνηση
Αυτός ο κεντροαριστερός ευρωπαϊσμός που επαναλαμβάνει εδώ και τριάντα χρόνια τις ίδιες, εξαντλημένες πια, ιδέες και που μιλάει τη γλώσσα της κεντρώας μετριοπάθειας όταν συνομιλεί με τις πολιτικές και τεχνοκρατικές ελίτ, απευθύνεται σήμερα στους πολίτες με τη γλώσσα του προοδευτικού μεταρρυθμισμού, εκφωνώντας το δόγμα του νέου, «λαϊκού ευρωπαϊσμού». Μόνο που εδώ ανακύπτουν ερωτήματα : ο λαϊκός ευρωπαϊσμός θα αποφασιστεί από το διευθυντήριο των Βρυξελών και θα κοινοποιηθεί με κοινοτική οδηγία στα κράτη μέλη; Οι ρημαγμένοι από τη λιτότητα και την ανεργία λαοί της Ευρώπης θα στρατευθούν ενθουσιωδώς κάτω από τις σημαίες της νέας ανάκαμψης του ευρωπαϊκού καπιταλισμού; Που οφείλεται η, σε χρόνο ρεκόρ, επαλήθευση εκείνου του ασεβούς «Ολαντρέου»; Υπηρετεί καλύτερα τη λαϊκότητα η υποψηφιότητα Σουλτς από την υποψηφιότητα Τσίπρα; Είναι ένα αναπόφευκτο τίμημα της ενοποίησης η εκθεμελίωση των δημοκρατικών και κοινωνικών ευρωπαϊκών κεκτημένων ή μια συνειδητή πολιτική επιλογή;
Πολλοί κεντροαριστεροί ευρωπαϊστές έχουν έτοιμη την ερμηνεία όλων των στρεβλώσεων και των αδιεξόδων. Για όλα φταίει το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν ενοποιείται πολιτικά. Πρόκειται για συνειδητή παραπλάνηση. Διότι η Ευρώπη ενοποιείται πολιτικά εδώ και χρόνια. Ενοποιείται με αντιφάσεις, εσωτερικές αντιθέσεις και κοινωνικές αντιστάσεις. Αλλά ενοποιείται. Σταθερά και σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Μέσα από τις διαδοχικές συνθήκες του Μαατριχτ, της Λισσαβώνας, της Νίκαιας, υπό την κυριαρχία ενός συνεκτικού νεοφιλελεύθερου κοινωνικού και πολιτικού υποδείγματος. Και γι αυτό, η επίκληση της εν γένει πολιτικής ενοποίησης ως θεραπείας, είναι ένας ιδεολογικός φετιχισμός, στερημένος πολιτικού νοήματος. Η Ευρώπη ενοποιείται υπό την ηγεμονία της Δεξιάς και με τη σοσιαλδημοκρατία πλήρως υποταγμένη. Και αυτός ο τρόπος ενοποίησης είναι ο καλύτερος στρατολόγος του ευρωσκεπτικισμού.
Μπορεί αυτή η πορεία να αντιστραφεί; Όχι με οδηγό το νωθρό ρεαλισμό της συναίνεσης, που κάθε φορά αναβάλει την αντιπαράθεση στο όνομα του δυσμενούς συσχετισμού δυνάμεων. Όχι με την «έξοδο» από το υπαρκτό, ιστορικά διαμορφωμένο πεδίο των διαδικασιών της ενοποίησης. Διότι η αρχιμήδειος αναζήτηση του «τόπου» για την ανατροπή δεν έχει απάντηση. Και διότι η εθνοκρατική αναδίπλωση θα συντρίψει τους «αδύνατους κρίκους».
Η αντιστροφή της πορείας
Η πορεία μπορεί να αντιστραφεί με την πρόκληση μιας αφυπνιστικής πολιτικής έντασης μέσα από την ιδεολογική και προγραμματική αντιπαράθεση Αριστεράς και Δεξιάς, για την εκ νέου εμπλοκή των λαϊκών δυνάμεων στο εγχείρημα της ενοποίησης. Με τη συστηματική συγκρότηση νέων μορφών διεθνικής δράσης του κόσμου εργασίας. Με η διεκδίκηση ενός πλέγματος δημοκρατικών και αντινεοφιλελεύθερων στόχων για την ανάπτυξη, την απασχόληση, την ανασυγκρότηση του δημόσιου χώρου και των συλλογικών μορφών της ανθρώπινης συμβίωσης. Το πρωταρχικό όμως είναι η πρόκληση μιας δημοκρατικής ρήξης με το σημερινό, κυρίαρχο Σχέδιο. Η έκφραση ενός λαϊκού, ριζοσπαστικού βέτο στην καταστροφή που συντελείται. Μια πρώτη ρωγμή στο τυρρανικό συνεχές που έχει επιβληθεί. Μια θαρραλέα συνάντηση με το ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού, για να συνομιλήσουμε μαζί του, να το απελευθερώσουμε από την ακροδεξιά δημαγωγία και να το αναπροσανατολίσουμε προς τα αριστερά.
Όλα αυτά συνιστούν το περιεχόμενο ενός αγωνιστικού ευρωπαϊσμού του σήμερα, που έχει επίγνωση των αντιφάσεων και των αποριών του, αλλά τις αντιμετωπίζει εν κινήσει, μαζί με τις κοινωνικές δυνάμεις που επιθυμεί να εκπροσωπήσει.
Όλα αυτά, εν όψει ευρωεκλογών, θα έπρεπε να τεθούν ως προβλήματα σε μιά δημόσια συζήτηση. Και δεν εννοώ την αποσπασματική αρθρογραφία, τα πολεμικά ανακοινωθέντα των κομματικών επιτελείων, ή κάποιες τελετουργικές εκδηλώσεις με ομιλητές αξιωματούχους και τεχνοκράτες που παίζουν τα ευρωπαϊκά στα δάχτυλα. Αναφέρομαι στη δημόσια σύγκρουση ιδεών, στον πολιτικό καβγά για την Ευρώπη, την κρίση, τις εναλλακτικές στρατηγικές για το μέλλον της. Στη συζήτηση ως μαζική πολιτική διαδικασία που επιδιώκει να εμπλέξει τους πολίτες, να τους ακούσει και να τους ενεργοποιήσει.
Όσο κι αν ο χαρακτήρας των ευρωεκλογών έχει προεξοφληθεί, ως πρόκριμα των εθνικών εκλογών, όσο κι αν η κοινωνία αναδιπλώνεται στα «δικά» της, αυτή η συζήτηση πρέπει να διεξαχθεί. Και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει και συμφέρον και τη δυνατότητα να την προκαλέσει. Διότι, περισσότερο από ποτέ, τα της Ευρώπη είναι και δικά μας.
http://www.epohi.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου