Είναι κοινός τόπος πλέον η συσχέτιση της πολιτικής των Μνημονίων, δηλαδή της ακραίας λιτότητας, με τις διαρκείς αντιδημοκρατικές εκτροπές των τελευταίων ετών, την απόλυτη θεσμική παρακμή, την απαξίωση ακόμα και αυτού του αστικού Συντάγματος, που, εν πάση περιπτώσει, ορίζει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο οφείλει να διεξάγεται η πολιτική σύγκρουση στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Το ερώτημα όμως που παραμένει ανοιχτό αφορά τον μηχανισμό που, όχι απλώς επιτρέπει, αλλά οδηγεί σχεδόν αναγκαστικά σε αυτή την άμεση συσχέτιση. Διότι δεν είναι αναγκαίο μια ακραία ταξική πολιτική να πάρει τη μορφή της αντιδημοκρατικής εκτροπής, εκτός αν θεωρούμε ότι υπάρχει μια φυσική ροπή του λαού και των θεσμών ενάντια σε πολιτικές επιλογές, ακόμη και ακραίες, που θέτουν στο στόχαστρο τα συμφέροντα των πολλών. Επειδή όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, πρέπει να ψάξουμε βαθύτερα, ή ίσως ρηχότερα, ανάλογα με την οπτική, για να βρούμε την αιτία, τον μηχανισμό που έχει τεθεί σε λειτουργία για να οδηγηθούμε στη σημερινή τραγική κατάσταση.
Ισχυρίζομαι ότι ο μηχανισμός που έχει τεθεί σε λειτουργία για την επιβολή της λιτότητας είναι ο ίδιος που ορίζει πλέον το σύνολο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στην Ελλάδα. Το Μνημόνιο δεν αποτελεί απλώς ένα πολιτικό πρόγραμμα αναδιανομής πλούτου και ισχύος υπέρ των κυρίαρχων τάξεων, αλλά το σύμπτωμα μιας τεχνολογίας εξουσίας που ορίζει τους ίδιους τους όρους διεξαγωγής της πολιτικής σύγκρουσης. Το μότο στη βάση του οποίου έχει αναπαραχθεί το πολιτικό προσωπικό της χώρας, έστω με πρωτοφανείς απώλειες, τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι αυτό ενός στυγνού εκβιασμού. Είτε ο πληθυσμός και η Βουλή θα αποδεχτούν τα Μνημόνια και τους όρους τους, είτε η χώρα θα οδηγηθεί στην καταστροφή. Πρόκειται για μια διακυβερνητική πρακτική της σιωπής.
Αυτή ακριβώς η πρακτική διακυβέρνησης νοθεύει όμως στον ίδιο του τον πυρήνα αυτό που οι συνταγματολόγοι ονομάζουν δημοκρατικό πολιτικό παιχνίδι. Όταν είναι εξ ορισμού αδύνατον να συγκρουστούν δύο ή περισσότερα πολιτικά σχέδια, διότι όσα δεν είναι κυρίαρχα σε ενεστώτα χρόνο οδηγούν αναγκαστικά στην καταστροφή, έχουμε ήδη υπερβεί τα όρια της δημοκρατίας. Όμως το πρόβλημα δεν σταματά εκεί. Διότι η υλική αποτύπωση αυτής της τεχνολογίας στο εσωτερικό των θεσμών οδηγεί στο οιονεί ανεξέλεγκτο όποιου τυγχάνει να κατέχει την εξουσία και ακριβώς αυτή την εξέλιξη εκμεταλλεύεται σήμερα ο πρωθυπουργός.
Αυτό που προκύπτει, και όχι μόνο από τα συμφραζόμενα, είναι ότι αν τεθεί ζήτημα Δημοκρατίας και αμφισβήτησης του πρωθυπουργού εξαιτίας, για παράδειγμα, των όσων αποκαλύφθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα για τις σχέσεις Μπαλτάκου με τη Χρυσή Αυγή, θα κινδυνέψει όχι ο ίδιος, αλλά η χώρα στο σύνολο της. Έχουμε εδώ μια ταύτιση του προσώπου του πρωθυπουργού με τη χώρα και τα συμφέροντά της, ταύτιση που παραπέμπει σε προδημοκρατικές μορφές οργάνωσης των κοινωνιών, όταν ο Ηγεμόνας, όχι ως θέση, αλλά ως σώμα, ενσάρκωνε την κυριαρχία και το κράτος.
Σε αυτό συνηγορεί και το, κατά τα άλλα ανεξήγητο, ότι σχεδόν το σύνολο του κυρίαρχου πολιτικού προσωπικού, ακόμη δηλαδή και όσοι αυτοπροσδιόριζονται ως φιλελεύθεροι, αρνούνται να θέσουν θέμα αμφισβήτησης του πρωθυπουργού και προσπαθούν με κάθε τρόπο να περιορίσουν την ευθύνη στο πρόσωπο του πρώην γενικού γραμματέα της κυβέρνησης. Ο ηγεμόνας εξάλλου είναι εξ ορισμού αδύνατον να ευθύνεται.
Είναι λοιπόν σαφές ότι η τεχνολογία εξουσίας που έχει εμπεδωθεί μέσω των Μνημονίων παρέχει ένα σχεδόν απεριόριστο πεδίο ελευθερίας κινήσεων στον Σαμαρά, το οποίο είναι αδύνατον να μετασχηματιστεί από τα μέσα. Αυτό που προβάλλει ως αναγκαιότητα είναι μια ριζική πολιτική πράξη ανατροπής που θα προέρχεται από όσους και όσες η μνημονιακή διακυβερνητική πρακτική έχει οδηγήσει στο περιθώριο.
* Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος είναι νομικός
09.04.2014avgi.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου