Εδώ και πέντε χρόνια η Νέμεσις κυριαρχεί. Στο συλλογικό υποκείμενο που λέγεται Ελλάδα, σε κάθε κοινωνική και επαγγελματική ομάδα, στην ίδια τη μεμονωμένη ατομικότητα που δοκιμάζεται στη φρίκη του «ποιος είναι ο επόμενος». Οι έννοιες χορεύουν πάνω από τα κεφάλια των πολιτών, μαζί με την ηθοπλασία του αναπόφευκτου αυτής της οικονομικής καταστροφής. Η αφήγηση θέλει την Ελλάδα να κατανάλωνε χωρίς να παράγει, τους εργαζόμενους να απαιτούσαν μισθούς υπέρτερους της παραγωγικότητάς τους, το δημόσιο να κατασπαταλούσε πόρους και την ίδια τη χώρα να οδηγείται στη χρεοκοπία χωρίς να έχει συνείδηση της κατάστασής της.
Η μεγάλη διόρθωση εμφανίζεται ως ηθική, αφορά την έλευση της τιμωρίας για τα χρόνια της ανεμελιάς, και της μη αντιμετώπισης των προβλημάτων. Είναι οικονομική, καθώς η βίαιη αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας, η εξισορρόπηση του εξωτερικού εμπορίου και η αναζήτηση της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης, άφησε πλήθη ανέργων, προκάλεσε ρεκόρ συρρίκνωσης του εθνικού πλούτου και ανέδειξε το αποτρόπαιο πρόσωπο της κοινωνικής κατάρρευσης.
Η μεγάλη διόρθωση είναι εξωγενής. Έρχεται από το διεθνές σύστημα με στόχο την επιβολή ενός σχεδίου οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης. Αναγνωρίζει ότι η χώρα σύρθηκε στην καταστροφή από μία γενιά πολιτικών και ομάδες των οικονομικών ελίτ με εγωπαθείς επιδιώξεις, χωρίς μεταρρυθμιστικής μέριμνες. Θεωρεί παραδόξως ότι οι ίδιες ομάδες θα διαχειριστούν τη μεγάλη διόρθωση, θα αναμορφωθούν στην ίδια τη διαδικασία επιβολής του σχεδίου. Η διόρθωση είναι ατελέσφορη. Βρίθει αντινομιών και αντιφάσεων. Το ίδιο το σχέδιο παράγει την πιο εκτεταμένη οικονομική και κοινωνική κατάρρευση που έχει βιώσει η χώρα, χωρίς ταυτόχρονα να θεραπεύει κανένα από τα προβλήματα του παρελθόντος.
Το παρελθόν είναι σχετικά πρόσφατο. Είναι ένα σύστημα πολιτικών και οικονομικών συντεταγμένων που εκπορεύεται κυρίως από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Ήταν τότε που πρυτάνευσαν νέα ήθη. Αυτά εξέθρεψαν πρακτικές, συμπεριφορές και τρόπους διαχείρισης της οικονομίας με βραχυχρόνιους ορίζοντες, που νομιμοποίησαν την αυθαιρεσία, ως πάγια πρακτική, που ενίσχυσαν την κατακερματισμένη έννοια του συμφέροντος, αντί της καθολικότητας και της προσκόλλησης σε κανόνες. Το ότι οι συμπεριφορές αυτές είχαν καθολική και οριζόντια ισχύ, δημιουργεί βεβαίως την εντύπωση της συνυπευθυνότητας κυβερνώντων και πολιτών, κομμάτων που κυβερνούσαν και αυτών που αντιπολιτευόταν, αλλά σε κάθε περίπτωση, εν αρχή ήταν η δομικότητα η ίδια, η πρωτοκαθεδρία της θεμελιακής δομής.
Αυτή δημιουργήθηκε στη δεκαετία του ´90, μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, και θεώρησε ότι η οικονομία μπορεί και οφείλει να μεταπλαστεί στη βάση μιας νέας οικονομικής έννοιας, αυτήν της υπεραξίας των αξιών, είτε επρόκειτο για γη, για ακίνητα, για επιχειρήσεις, ακόμα και για τους ίδιους τους εργαζόμενους. Στην Ελλάδα ταυτίστηκε με το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα, με την ιδέα μιας φαντασιακής μετάπλασης στην οικονομία, μακριά από την παραγωγή αξιών, που διασφαλίζουν το κεφάλαιο και η εργασία, σε μία οικονομία, όπου η κίνηση κεφαλαίων, η εισροή χρήματος, ο δανεισμός και μία ακόρεστη αναπαράσταση πλασματικών αποτιμήσεων, θα εξωθούσε κάθε παραδοσιακό οικονομικό λογισμό και θα συμπαρέσυρε τους πάντες σε μία νέα οικονομική δυναμική. Αυτήν θα την κινούσαν οι νέοι δρόμοι της ιδιωτικής οικονομίας, όπως αυτή μεταλλασσόταν στο νέο παγκόσμιο σύστημα, με επίκεντρο ότι φάνταζε πολύ επικερδές, που εν προκειμένω εντάσσονταν στον μηχανισμό δημιουργίας υπεραξιών. Αυτό ως συνήθως δημιουργούσε αποστροφή για το παραγωγικό με μακροχρόνιους ορίζοντες και ενθάρρυνε τις δραστηριότητες με συνεχώς μεταβαλλόμενες τιμές, όπως είναι η γη, η κατοικία και οι μετοχές.
Αυτό το σύστημα εδραζόταν σε μία πρωτόγνωρη αμφισβήτηση του κράτους. Έγινε στο όνομα της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας, και αυτή προχώρησε αναμφίβολα με εκρηκτικούς ρυθμούς. Η Ελλάδα πρώτευσε σε ιδιωτικοποιήσεις την περίοδο 1996-2008, πίσω μόνο από την Πορτογαλία. Ταυτόχρονα οδήγησε στη σταδιακή αποδυνάμωση της δημόσιας διοίκησης, καθιστώντας τον ρόλο της μάλλον διεκπεραιωτικό. Οι αναπτυξιακοί θεσμοί διαλύθηκαν, οι τοπικοί θεσμοί επίσης, και έμεινε το ιδιωτικοποιημένο τραπεζικό σύστημα να καθοδηγήσει τον νέο μεγάλο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας. Τουρισμός, ναυτιλία, κατασκευές, τηλεπικοινωνίες, και επέκταση στη νέα οικονομική ενδοχώρα των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης. Η στρατηγική αυτή είχε επιτυχίες. Δυναμική επέκταση της οικονομίας, αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση ότι το μοντέλο δουλεύει.
Η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας και η αποδυνάμωση του κράτους ήταν το ιδεολογικό άλλοθι για την πρωτόγνωρη, ακόμα και για τα παραδοσιακά ελληνικά δεδομένα, γενικευμένη και καθολική απαξίωση της φορολογικής δικαιοσύνης, της ενθάρρυνση της πολεοδομικής παραβατικότητας, τη συμφιλίωση με τη μεγάλη ή μικρή παρατυπία, τη γενικευμένη πολιτική διαμεσολάβηση, τόσο στο εσωτερικό της δημόσιας διοίκησης, όσο και στην ιδιωτική οικονομία. Ταυτόχρονα μπόλιασε το δημόσιο με την ιδέα της παράλληλης ιδιωτικότητας, την παράλληλη δηλαδή ιδιωτική απασχόληση, νόμιμη ή παράτυπη κατά περίπτωση, ενώ εισήγαγε στο ίδιο το δημόσιο την ιδέα μιας παράλληλης ιδιωτικότητας, στο εσωτερικό του δημοσίου, κάτι που έγινε ορατό στην ανώτατη παιδεία, την υγεία, σε οργανισμούς με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και αλλού. Η διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού επαναπροσδιορίζονταν διαρκώς καθώς όχι μόνο μεταβιβάζονταν τμήματα στην ιδιωτική σφαίρα, αλλά το ίδιο το δημόσιο μπολιάζονται με την ιδέα της ενσωμάτωσης των κανόνων της ιδιωτικής λειτουργίας.
Η ιδέα του μνημονίου σήμερα παραμένει απλή και αποτελεί συνέχεια της βασικής ιδέας της δεκαετίας του 1990. Είναι η βίαιη αποκλιμάκωση των πλασματικών τίτλων και η απότομη απομείωση των πραγματικών αξιών της εργασίας και των κάθε μορφής αξιών. Αυτό στην ουσία οδήγησε στη μαζική απαξίωση των παραγωγικών συντελεστών της οικονομίας, και διεύρυνε την ανάγκη τεράστιων χρηματοδοτικών ροών που θα κάλυπταν τα κενά μιας μακράς μεταβατικής περιόδου. Το μνημόνιο ανατρέχει στο παρελθόν, επιδιώκει να αναστήσει τις ίδιες διαδικασίες που ώθησαν στον εκτροχιασμό των πλασματικών αξιών την περίοδο πριν από το 2008, προσπαθεί να ανανεώσει τις μαγικές ιδιότητες των ίδιων μηχανισμών, δημιουργώντας μία νέα αρχή. Μόνο που αστοχεί πλήρως στα αίτια του προβλήματος και ως στρατηγική ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα αποτύγχανε. Η καμπύλη στην οποία επένδυσε, η ιδέα της πτώσης, μιας σύντομης ανάπαυλας στο κατώτατο σημείο και μετά έναρξη μιας γρήγορης ανάκαμψης, αποδείχθηκε άστοχη και εξωπραγματική. Η καμπύλη μετατράπηκε σε μία ατέρμονη διαδικασία χωρίς οριστικό σημείο μεταστροφής, με πιθανόν το σημείο αυτό να μετατραπεί σε πολυετή ευθεία, ή άλλως σε πολύχρονη στασιμότητα.
Η μεταστροφή επιβάλλει τη ριζική αναθεώρηση των ιδεών. Αφορά τη συντεταγμένη, αλλά ομολογημένη, νέα αρχή, που θα ορίζεται από το μεγάλο κενό, αυτό του κράτους. Πρόκειται πλέον για την ιστορική τομή που όλοι αναγνωρίζουν αλλά ελάχιστοι επικεντρώνονται σε αυτήν. Εν αρχή ην το κράτος, λοιπόν. Αυτό αναζητά την πλήρη αποκατάστασή του ως ενός συστήματος διαμόρφωσης και τήρησης των κανόνων, ως πεδίο άσκησης πολιτικών, ως συνομολογουμένων επιλογών των πολιτών. Η αναζήτηση επιβάλλει την καθολική αναθεώρηση του χθες. Επιβάλλει τη μεγάλη διοικητική μεταρρύθμιση, τη μεγάλη τομή στο φορολογικό, τη χωροταξία, την εκπαίδευση, την υγεία και άλλων. Επιβάλλει να θέσουμε ξανά τη σχέση δημόσιου και ιδιωτικού στην αρχέγονη και διακριτή τους υπόσταση. Και ταυτόχρονα να απεμπλέξουμε μέσα από τη σχέση αυτή τη συνεχιζόμενη πρωτοκαθεδρία των μηχανισμών διαμόρφωσης πλασματικών αξιών, επικαθορίζοντας την πορεία, που κατά κοινή ομολογία οφείλει να ακολουθήσει η χώρα, επικεντρωμένη στην ιδέα ενός παραγωγικού δυναμικού προς αξιοποίηση, με αφετηρία το μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό, και με σαφείς περιβαλλοντικές και κοινωνικές μέριμνες.
*Ο Γιώργος Σταθάκης είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου